πρυτανίτις

πρυτανίτις
-ίτιδος, ἡ, Α
προσωνυμία τής θεάς Εστίας, πρυτανεία* (II).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πρυτανεία (ΙΙ) κατά τα θηλ. σε -ῖτις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρυτανίτιδος — πρυτανί̱τιδος , πρυτανῖτις fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”